κογχοειδῆ

κογχοειδῆ
κογχοειδής
of the mussel kind
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κογχοειδής
of the mussel kind
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κογχοειδής
of the mussel kind
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πισσάνθρακας — ο, Ν είδος λιγνίτη με πυκνή σύσταση, χρώματος που ποικίλλει από σκοτεινό καστανό έως μαύρο, το οποίο έχει θραύση κογχοειδή και εξαιρετικά στιλπνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + άνθρακας] …   Dictionary of Greek

  • Πασκάλ, Ετιέν — (Pascal, Κλερμόν Φεράν 1588 – Παρίσι 1651). Γάλλος μαθηματικός και δικαστής. Πατέρας του φιλοσόφου Πασκάλ, ανέλαβε τη θέση του προέδρου του Δικαστηρίου Κρατικών Αρωγών στο Κλερμόν Φεράν έως το 1631 και διετέλεσε οικονομικός επιθεωρητής στη Ρουέν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”